- προβασιλεύω
- ΜΑβασιλεύω προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβασιλευσάντων — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut gen pl προβασιλεύω rule aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσαντι — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσαντος — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύων — προβασιλεύω rule pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσας — προβασιλεύσᾱς , προβασιλεύω rule aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσασαν — προβασιλεύσᾱσαν , προβασιλεύω rule aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)